εισιδειν

εισιδειν
    εἰσιδεῖν
    ион. Aesch. ἐσιδεῖν, дор. εἰσιδέειν inf. aor. 2 к εἰσοράω См. εισοραω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εισιδειν" в других словарях:

  • εἰσιδεῖν — εἰσ εἶδον see aor inf act (attic epic doric) εἰσ ἰδέω know pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσοψη — η / πρόσοψις, όψεως, ΝΜΑ [ὄψις] νεοελλ. 1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του 2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη» (διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπο μσν. αρχ. το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»